- ἄπλωτα
- ἄπλωτοςnot navigatedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγριάδα — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά τέσσερα είδη φυτών. Τα φυτά αυτά, που ανήκουν στην οικογένεια των αγρωστιδών, λέγονται επιστημονικά αγρόπτερο το έρπον, κυνόδους ο δάκτυλος, πυνικό το έρπον και δακτυλοπόα η αιμάσσουσα διγιταρία η αιματώδης. Το… … Dictionary of Greek
κρίνος — Κοινή ονομασία φυτών του γένους Lilium της οικογένειας των λιλιιδών ή λειριιδών (μονοκoτυλήδονα). Πρόκειται για βολβόρριζες πόες, οι βολβοί των οποίων χαρακτηρίζονται από την ανοιχτή κατασκευή τους. Από τον βολβό φύεται ένας μοναδικός ασχιδής… … Dictionary of Greek
παπαρούνα — Kοινή ονομασία διαφόρων ειδών του βοτανικού γένους μήκων (οικογένεια μηκωνιδών, δικοτυλήδονα). Κοινότερο είδος είναι η άγρια π. (μήκων η ροιάς), που συναντιέται άφθονη μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου σε όλη την Ελλάδα, στους ακαλλιέργητους αγρούς, στους … Dictionary of Greek
αγγρέκο — (angraecum).Διάφορα καλλωπιστικά φυτά της οικογένειας των ορχιδιδών. Είναι μονοετή ή ποώδη φυτά της Μαδαγασκάρης και της τροπικής Αφρικής, με εναέριες ρίζες με τις οποίες στηρίζονται σε άλλα φυτά. Τα φύλλα τους είναι τοποθετημένα σε δύο σειρές… … Dictionary of Greek
άλλιο — (allium). Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των λιλιιδών. Αριθμεί 270 είδη, ιθαγενή του βορείου ημισφαιρίου. Από αυτά 40 απαντώνται στην ελληνική χλωρίδα. Πολλά από τα είδη του α. καλλιεργούνται ως αρτυματικά ή λαχανικά (π.χ. σκόρδο, κρεμμύδι,… … Dictionary of Greek
αμβροσινία — (ambrosinia).Γένος μονοκότυλο της οικογένειας των αροϊδών με μοναδικό είδος την α. τη βάσειο,αυτοφυές των περιοχών των σκληροφύλλων θάμνων της νότιας Ιταλίας, Σικελίας, Σαρδηνίας, Κορσικής και Αλγερίου. Είναι πολυετής πόα με ύψος 5 έως 12 εκ.,… … Dictionary of Greek
αμερστία — (amherstia).Δέντρο της οικογένειας των καισαλπινιδών, ιθαγενές των Ανατ. Ινδιών. Το ύψος του φτάνει τα 15 μ. Η α., που επιστημονικά χαρακτηρίζεται ευγενής, έχει φύλλα αρτιόληκτα, με 6 έως 8 ζεύγη αντιθέτων μικρών φύλλων. Τα άνθη της έχουν ωραίο… … Dictionary of Greek
απάπη — Φυτό που είναι γνωστό επιστημονικά με την ονομασία ταράξακο το γυμνανθές.Πρόκειται για πολυετή μικρή πόα με παχύ μαύρο ρίζωμα και φύλλα μικρά, όρθια και απλωτά. Φυτρώνει σε άνυδρες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, της Πελοποννήσου και της Κρήτης … Dictionary of Greek
αρνόγλωσσο — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά δύο φυτά, το α. το μικρό και το α. το μεγάλο. Το πρώτο είναι μονοετής πόα ύψους έως 30 εκ., τριχωτό, με πράσινα φύλλα, απλωτά ή όρθια και λίγο οδοντωτά. Το στάχυ του έχει μετάξινο τρίχωμα και o καρπός του είναι… … Dictionary of Greek
καλέντουλα — (Calendula). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των συνθέτων, με περίπου 15 είδη που είναι αυτοφυή στις παραμεσόγειες χώρες και στους Κανάριους νήσους. Πρόκειται για μονοετείς ή πολυετείς πόες με απλά, μεγάλα φύλλα και άνθη κατά κεφάλια με θηλυκά… … Dictionary of Greek